τσικλιτάρα

τσικλιτάρα
και τσιγκλιτάρα, η, Ν
ζωολ. κοινή ονομασία τών δρυοκολαπτόμορφων πτηνών τής οικογένειας picidae που είναι γνωστά και ως δρυοκολάπτες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τσιγκλιτάρα — η, Ν ζωολ. βλ. τσικλιτάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < τσιγκλώ] …   Dictionary of Greek

  • δρυοκολάπτης — ο είδος πουλιού, η τσικλιτάρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”